- περιαγαπάζομαι
- περιᾰγᾰπάζομαι,A love very much, Hsch. s.v. ἀμφαγαπαζόμενος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαγαπάζομαι — Α αγαπώ κάποιον ή κάτι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγαπάζω, ομαι, επικ. τ. τού ἀγαπῶ] … Dictionary of Greek
περιαγαπαζόμενος — περιαγαπάζομαι love very much pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγαπᾷ — περιαγαπάζομαι love very much fut ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγαπώμενος — περιαγαπάζομαι love very much fut part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)